- αληθογνωσία
- η познание истины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αληθογνωσία — η (Α ἀληθογνωσία) η γνώση τής αλήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + γνωσία (< γνωτος < γιγνώσκω)] … Dictionary of Greek
αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της … Dictionary of Greek
αληθινογνωσία — η η αληθογνωσία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αληθινός + γνωσία (< γνωτος < γιγνώσκω)] … Dictionary of Greek